Μακεδονικοί διάλεκτοι στην βόρεια Ελλάδα

2 Μαρ 2018

Ο μύθος της καθόδου των Σλάβων

του Vostokian

Η ταυτότητα στην Ανατολική Ευρώπη βασίστηκε σε πολλαπλά και διαρκώς μεταβαλλόμενα κριτήρια στην πορεία της ιστορίας. Είτε επρόκειτο για τη γλώσσα, είτε για τη θρησκεία ή για την εθνοτική ένταξη, οι ταυτότητες για πολλούς βαλκανικούς λαούς είχαν ρευστή σημασία. Μία από αυτές τις ταυτότητες είναι η σλαβική εθνοτική ταυτότητα, ένας όρος με έντονα πολιτικοποιημένες συνδηλώσεις. Παλαιότερες θεωρίες πρέσβευαν ότι όλοι οι σλαβόφωνοι λαοί έχουν κοινή καταγωγή και είναι εισβολείς που μετακινήθηκαν προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Αργότερα, οι θεωρίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν στη σύγχρονη πολιτική για να στηρίξουν ένα παρωχημένο status quo ή εδαφικές διεκδικήσεις μη σλαβικών ομάδων. Υπάρχουν όμως στοιχεία, τόσο πρόσφατα όσο και ιστορικά, που δίνουν μια διαφορετική εικόνα. Οι Σλάβοι συνδέονται με δεσμούς γλώσσας, αλλά όχι απαραίτητα αίματος και εστίας, και όσοι υποθέτουν το δεύτερο συχνά χρησιμοποίησαν την υπόθεση αυτή για να δικαιολογήσουν τις δικές τους εδαφικές διεκδικήσεις και να υπονομεύσουν εκείνες των άλλων.
Ας αρχίσουμε από την ίδια τη λέξη «Σλάβος». Η λέξη αυτή σε τελική ανάλυση είναι αλλοιωμένη μορφή τού Sloveni, με το οποίο αυτοαποκαλούνταν οι σλαβικές φυλές. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν οι δύο αυτοί όροι είναι συνώνυμοι. Το Σλάβος είναι κύριο όνομα, που αναπαριστά μια εθνότητα. Το Sloveni είναι περιγραφικό όνομα που συνιστά σχεσιακό όρο. Ισοδυναμεί με μια νοερή ή πραγματική συγγένεια υπό τύπον γλωσσικής ομοιότητας μεταξύ τουλάχιστον δύο διαφορετικών πληθυσμών. Με άλλα λόγια, ένας Μακεδόνας δεν μπορεί, τεχνικά, να είναι «Σλοβένος» από μόνος του. Ένας Μακεδόνας και ένας Σέρβος μπορούν να είναι Sloveni επειδή και οι δύο μιλούν μια κοινή γλώσσα. Μάλιστα, η ίδια η λέξη Sloveni προέρχεται από την κοινή σλαβική λέξη Slovο, που σημαίνει «λέξη». Οπότε, οι λαοί που αυτοαποκλήθηκαν Sloveni μπορούσαν ως ένα βαθμό να κατανοούν ο ένας τον άλλο. Ωστόσο, το ότι μοιράζονται μια κοινή γλώσσα δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι υπήρξε μία μεγάλη μετακίνηση Σλάβων οι οποίοι κατάφεραν να κατακτήσουν και να εποικίσουν σχεδόν όλη την Ανατολική Ευρώπη και μέρος της Ασίας, ενώ προηγουμένως ήταν σχεδόν άγνωστοι.
Οι περισσότεροι υποστηρικτές της θεωρίας περί σλαβικής μετανάστευσης εστιάζουν στις εισβολές κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας το μεσαίωνα. Όπως όλες οι άλλες αυτοκρατορίες, και η βυζαντινή δεχόταν επιθέσεις, λεηλασίες και επιθέσεις από διάφορες φυλές. Από τον 6ο αιώνα, μια ομάδα απροσδιόριστων «βαρβάρων» άρχισε να συγκεντρώνεται κατά μήκος του Δούναβη και να επιτίθεται τακτικά στη βυζαντινή επικράτεια. Πρωτογενείς πηγές δείχνουν ότι σε αυτήν υπήρχαν Ιλλυριοί, Μακεδόνες, Έλληνες, Θράκες, Γέτες, Βένετοι, Σαρμάτες και Σκύθες.
Οι Θράκες, κατά τον Ηρόδοτο[1], ήταν το πλέον πολυάριθμο έθνος στην Ευρασία· μόνο οι Ινδοί τούς ξεπερνούσαν. Επιπλέον, ο Πολύβιος[2] έγραψε και ότι Μακεδόνες και Θράκες συνδέονταν. Τα κατάλοιπα της θρακικής γλώσσας στηρίζουν επίσης το συμπέρασμα αυτό, διότι έχουν εντυπωσιακή ομοιότητα με τις σύγχρονες βαλτο-σλαβικές γλώσσες. Αν οι σύγχρονοι ιστορικοί δέχονταν αυτή την ιδέα, αυτό θα δημιουργούσε ρήγμα στο μοντέλο της σλαβικής μετανάστευσης, διότι οι Θράκες γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι ήταν αυτόχθονες. Μεγάλο μέρος του υπόλοιπου θρακικού λεξιλογίου είναι σλαβικό[3] όπως δείχνει η ακόλουθη υποθετική πρόταση, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από γνωστές θρακικές λέξεις.

ΘΡΑΚΙΚΑ: SERDE GORD, AS BRUZA DADON ZELKIA ANA DZVERI OSTA
μετάφραση: Στο κέντρο της πόλης, γρήγορα έδωσα λαχανικά στο στόμα του κτήνους
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ: SRED GRAD, JAS BRZO DADOV ZELKA NA DZVER USTA
μετάφραση: Στο κέντρο της πόλης, γρήγορα έδωσα μαρούλι στο στόμα του κτήνους


Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η θεωρία ότι μια φυλή, για την οποία δεν υπάρχουν αναφορές πριν τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε κάποια στιγμή πίσω από την οροσειρά των Καρπαθίων για να καταστεί τελικά η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στην Ευρώπη, αντικαθιστώντας στο ρόλο αυτό τους Θράκες. Οι Θράκες όχι μόνο κάλυπταν εδαφικά τις ίδιες ως επί το πλείστον περιοχές με τους σύγχρονους Σλάβους, αλλά και οι γλώσσες τους συνδέονταν, όπως αποδείχθηκε. Υπάρχουν λεπτομερείς καταγραφές για τη μετακίνηση των Αγγλοσαξόνων, των Νορμανδών, των Γότθων, των Τατάρων, των Τσετσένων, των Μογγόλων, των Τούρκων και άλλων ακόμη ομάδων· αλλά η σλαβική μετακίνηση, η οποία θα ήταν σίγουρα μία από τις μαζικότερες μετακινήσεις πληθυσμού στην πρόσφατη ιστορία, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τους ιστορικούς. Αυτό γεννά το ερώτημα: μήπως η ετικέτα «Σλάβος» ήταν απλώς ένα νέο όνομα για ήδη υπάρχοντες πληθυσμούς;
Η πρώτη αναφορά στους Σλάβους έρχεται τον 6ο αιώνα από τον ψευδο-Καισάριο τον Ναζιανζηνό, ο οποίος τους αναφέρει ως Σκλαβηνούς. Οι περισσότερες πηγές τοποθετούν τους Σκλαβηνούς κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, ενώ καμία πηγή δεν κάνει λόγο για κάποια πρόσφατη άφιξη. Μάλιστα, ο Βυζαντινός χρονικογράφος Θεοφύλακτος Σιμοκάττης παρέχει μια ενδιαφέρουσα οπτική ως προς το τι θα μπορούσε να σημαίνει για τους Βυζαντινούς Σκλαβηνοί. Λέει: «Όσον για τους Γέτες, δηλαδή τις αγέλες των Σκλαβηνών, αυτοί λυμαίνονταν τις περιοχές της Θράκης»[4]. Οι Γέτες ήταν μια αυτόχθονη φυλή της Θράκης για την οποία υπάρχουν αναφορές από τα αρχαία χρόνια. Είναι σαφές ότι δεν μετανάστευσαν από πουθενά, ούτε αποκαλούνταν προηγουμένως κάπως αλλιώς –μόνο Γέτες. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι τους έβαλαν την ετικέτα «Σκλαβηνοί» διότι και αυτοί, μαζί με άλλες φυλές, άρχισαν να επιτίθενται στη βυζαντινή αυτοκρατορία. «Σκλαβηνοί» ήταν μια συνθηματική ονομασία των βυζαντινών για όλες τις διάφορες φυλές που έκαναν τέτοιες επιδρομές. Και, το κυριότερο, το όνομα αυτό δεν περιοριζόταν στους επιτιθέμενους· σύντομα άρχισε να χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και τοπικούς πληθυσμούς που επίσης εξεγείρονταν κατά της αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, κάποια ονόματα σλαβικών «φυλών», όπως Tιμοχάνοι, Στρυμόνοι, Καρανατιανιανοί έχουν σαφώς βαλκανική προέλευση, κι όμως οι ομάδες αυτές επίσης αποκαλούνταν «Σκλαβηνοί». Γι’ αυτό, ο όρος Σκλαβηνοί, βασισμένος στο Sloveni, κατέληξε να σημαίνει «αντάρτης», με μειωτική χροιά. Με άλλα λόγια, δεν έγιναν Σκλαβηνοί επειδή μιλούσαν αποκλειστικά μια σλαβική γλώσσα. Μάλιστα, κάποιες σλαβικές φυλές έχουν ονόματα με ιρανικές και σκανδιναβικές ρίζες[5]. Παρότι κάποιες ομάδες μπορεί να χρησιμοποιούσαν σλαβικές γλώσσες ως lingua franca, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι όλοι αυτοί έγιναν Σκλαβηνοί διότι τουλάχιστον κάποιες από τις συμμετέχουσες ομάδες χρησιμοποιούσαν τον όρο «Sloveni» για να δηλώνουν τις σχέσεις συγγένειας. Από τη στιγμή που αυτόχθονες θύλακες πληθυσμού άρχισαν να στηρίζουν τις επιθέσεις τους και να σχηματίζουν ζώνες ανταρσίας που ονομάζονταν Σκλαβηνίες, ο μειωτικός όρος έγινε συνώνυμος με το «αντι-βυζαντινός αντάρτης» ή «βάρβαρος επιδρομέας».
Η φημολογούμενη μετανάστευση λάμπει διά της απουσίας της από προφορικές ή γραπτές αναφορές στη σλαβική λαογραφία. Στον μακεδονικό λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος περιλάμβανε πάντοτε τραγούδια και ιστορίες για αρχαίους Μακεδόνες βασιλείς, οι Μακεδόνες δεν αναφέρονται ως Σλάβοι, αλλά ούτε και γίνεται λόγος για καμία μετακίνηση από κάποια περιοχή πέραν των Καρπαθίων.
Ωστόσο, με τον εθνικισμό τού 19ου αιώνα να σαρώνει τα Βαλκάνια, ο όρος «Σλάβοι» επανεμφανίστηκε ως αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας κάποιων λαών, αυτή τη φορά με εθνοτικό χαρακτήρα. Εκεί που προηγουμένως δήλωνε τους συγγενείς, τον 19ο αιώνα, την εποχή του μαζικού ιστορικού αναθεωρητισμού, είχαμε τη αναγέννηση του όρου «Σλάβοι» με νέα σημασία. Έντονα επηρεασμένη από τη γερμανική θεωρία ότι όλα τα έθνη πρέπει να διαθέτουν προγόνους στον αρχαίο κόσμο, η μάταιη αναζήτηση κάποιας σλαβικής καταγωγής στηρίχθηκε σε ένα γλωσσικό και φιλολογικό εγχείρημα, και όχι στην ιστορία και την αρχαιολογία ως μέσο προσδιορισμού της εθνοτικής καταγωγής.
Η πρώτη θεωρία που διατυπώθηκε σχετικά βασιζόταν σε γλωσσική ανάλυση του σλαβικού βοτανολογικού λεξιλογίου. Διάφοροι γλωσσολόγοι ισχυρίστηκαν ότι, αφού για πολλά είδη δέντρων χρησιμοποιούνται δάνειες λέξεις από τα γερμανικά, οι Σλάβοι θα πρέπει να προέρχονται από μια περιοχή χωρίς τέτοια δέντρα[6]. Η περιοχή στην οποία κατέληξαν ήταν τα έλη του Πρίπετ στη σημερινή Ουκρανία. Αυτή η ενοποίηση και ο εντοπισμός της καταγωγής των πολυάριθμων σλαβικών εθνών στο Πρίπετ είχε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον, αποδείκνυε ότι οι σλαβόφωνοι δεν ήταν αυτόχθονες στον τόπο τους, δικαιολογώντας έτσι την κατάληψη και κατοχή των τόπων αυτών από άλλους. Επιλέγοντας να χαρακτηρίζουν τους διάφορους λαούς μόνο με το εθνωνύμιο «Σλάβοι», οι Μεγάλες Δυνάμεις τούς εμφάνιζαν ως κατώτερους. Η ετικέτα αυτή τους συνέδεε όχι μόνο με την εντύπωση ότι έχουν ασαφή καταγωγή, αλλά και με τους «σκλάβους». Η συσχέτιση αυτή εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα σε πολλές γλώσσες: π.χ. στα ισπανικά ο δούλος είναι esclavo, ενώ στα αραβικά Saqaliba.
Η σύγχρονη έρευνα αποκάλυψε ότι είναι σφάλμα να ακολουθείται μια τέτοια προσέγγιση για να διακριβωθεί η καταγωγή. Σε μια προσπάθεια να παγιώσουν την πατρίδα των Σλάβων, γενετιστές απομόνωσαν μία ειδική απλοομάδα –μια ομάδα συναφών παραλλαγών DNA- και αποφάνθηκαν ότι αυτή αποτελεί το «σλαβικό γονίδιο». Αυτή η απλοομάδα R1a, όπως λέγεται, παρουσιάζει φυσικά την υψηλότερη συχνότητα στην Πολωνία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, με μέσο όρο 65 έως 70 %[7]. Στα Νότια Βαλκάνια, ωστόσο, η μέση συχνότητα ήταν μόνο γύρω στο 15%, πράγμα που δεν αρκεί για να αποδείξει μαζική μετακίνηση. Αυτό που είναι ακόμα πιο προβληματικό για τη θεωρία περί σλαβικής μετακίνησης είναι ότι κάποιες σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα: περίπου 30%.
Το πρόβλημα με τη χρήση του τίτλου «Σλάβοι» για να δηλωθεί κάποια εξ αίματος καταγωγή δεν αφορά μόνο τους Μακεδόνες. Τον 20ό αιώνα οι Κροάτες ξεκίνησαν μια προσπάθεια να στοιχειοθετήσουν ότι έχουν ιλλυρική καταγωγή, οι δε Πολωνοί σαρματική. Και οι δύο προσπάθειες κατεστάλησαν από την αυστροουγγρική και τη ρωσική αυτοκρατορία, αντίστοιχα. Με το ξέσπασμα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, η ισχυρή ενότητα που είχε δημιουργηθεί με τη σλαβική εθνοτική ταυτότητα άρχισε να έχει τεράστιο κόστος. Στο μυαλό του Χίτλερ, καθώς η επανάσταση των μπολσεβίκων είχε Εβραίους ηγέτες, όλοι οι σλαβικοί λαοί κρίθηκαν συνειρμικά Untermenschen (υπάνθρωποι). Καθώς, επιπλέον, σλαβικοί λαοί όπως οι Τσέχοι και Σλοβάκοι είχαν «καταλάβει» γερμανικά εδάφη, η θεωρία περί εισβολής αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη και για τη ναζιστική ιδεολογία. Τελικά, η ετικέτα αυτή έπληξε όλα τα έθνη. Ειδικά η ανατολική Ευρώπη είναι ένα χρυσωρυχείο από ζωντανές ιστορίες, πολιτισμούς και λαούς. Η σλαβική εθνοτική ετικέτα δημιουργεί μια πλαστή ενότητα, που ισοπεδώνει τις ταυτότητες των ανθρώπων.
Δεν είναι παράδοξο ότι ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο του κομμουνισμού στη Γιουγκοσλαβία. Το καθεστώς του Τίτο διαρκώς κατέστελλε τον εθνικισμό και τις μη κρατικές ταυτότητες. Με το να ομαδοποιεί τους πάντες υπό τη σλαβική εθνότητα, εμφάνιζε όλους τους Γιουγκοσλάβους (κατά λέξη «Νότιους Σλάβους») να έχουν κοινή ιστορία και καταγωγή, άρα και κοινό μέλλον. Η θεωρία περί σλαβικής εθνότητας και μετακίνησης βόλευε επίσης τη Ρωσία, η οποία μπορούσε έτσι να εμφανίζεται ως «Μητέρα Ρωσία», εφόσον η κοιτίδα των Σλάβων ήταν σε ρωσικό έδαφος. Το γεγονός ότι σήμερα η Ελλάδα υιοθετεί αυτή την κομμουνιστικής έμπνευσης θεωρία για να εμφανίσει τους Μακεδόνες και άλλους ως «απλώς Σλάβους», εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, τώρα όπως και τότε: ενοποιεί μία ομάδα και της επιβάλλει βίαια μία ταυτότητα. Απεικονίζοντας τους Μακεδόνες ως Σλάβους, η Ελλάδα καταφέρνει να συγχέει τη διακριτή φύση της ταυτότητας και της ιστορίας τους, συνδέοντάς τη με την ιστορία των πολυάριθμων άλλων σλαβικών εθνών. Επιπλέον, η γενίκευση της χρήσης του όρου «Σλάβοι» για τους Μακεδόνες έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται γελοία η διεκδίκηση της μακεδονικής ιστορίας, όπως εκείνης του Μεγάλου Αλέξανδρου, αφού υποτίθεται ότι οι Σλάβοι ήρθαν αργότερα στα Βαλκάνια.
Όπως όλες οι ετικέτες, ο όρος αυτός οδηγεί τρίτους αποδέκτες σε γενικεύσεις και παρανοήσεις. Ευτυχώς, η κίνηση προς διαχωρισμό της πολιτικής από την ιστορία έχει αρχίσει και επιφανείς ανθρωπολόγοι και ιστορικοί όπως ο Florin Curta, ο Mario Alinei και ο Charles Abraham Bryant θέτουν πλέον υπό αμφισβήτηση τη σλαβική ετικέτα, και τη θεωρία περί μετανάστευσης συνολικά. Η ταυτότητα στα Βαλκάνια έχει τη δυνατότητα να μεταστραφεί ακόμα μια φορά. Αν αποκαταστήσουμε τον όρο «Σλάβοι» στον αρχικό του σκοπό –να δηλώνει τη συγγένεια-, αυτό θα επιτρέψει όχι μόνο την αναδιεκδίκηση ατομικών ταυτοτήτων, αλλά επίσης την αποδοχή και την προβολή των διαφορών.
Πηγή εδώ